Roald Dahl

 

Κατίνα

 

(Μερικές σύντομες σημειώσεις σχετικά με τις τελευταίες μέρες των μαχητικών της RAF στην πρώτη ελληνική εκστρατεία)

 

Εισαγωγή - Μετάφραση : Παύλος Μαύρος

 

 

 

Ο Roald Dahl ήταν Άγγλος συγγραφέας, νορβηγικής καταγωγής (1916 - 1990). Έγινε γνωστός σ' όλον τον κόσμο κυρίως από τα διηγήματα τον για παιδιά. Κατά την διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου υπηρέτησε ως πιλό­τος στην αγγλική αεροπορία (RAF) και από τις εμπειρίες του εκεί έγραψε τα πρώτα του διηγήματα, που δημοσιεύτηκαν στο βιβλίο του Over to You. Ten Stories of Flyers and Flying. Μία από τις ιστορίες, που αναφέρονται στο βιβλίο αυτό, αφορά και το Άργος και ειδικότερα το αεροδρόμιο στο Κουτσοπόδι και παρουσιάζεται εδώ σε μετάφραση [[1]].

 

 

 

Πρώτος την είδε ο Πήτερ. Καθόταν σε μια πέτρα, ακίνητη, με τα χέρια στην ποδιά της. Κοίταζε μπροστά, κάπου στο κενό, χωρίς να βλέπει τίποτα και γύρω της άνθρωποι έτρεχαν πάνω κάτω, στον μικρό δρομάκο, με κουβάδες νερό που τους άδειαζαν στα φλεγόμενα σπίτια. Στην άλλη πλευρά του δρόμου κειτόταν ένα νεκρό αγόρι. Κάποιος είχε μετακινήσει το σώμα του στην άκρη, για να μην εμποδίζει. Λίγο πιο κάτω ένας γέρος δούλευε σ' έναν σωρό από ερείπια και πέτρες. Μια-μια έπαιρνε τις πέτρες και τις κουβαλούσε στην άκρη. Κάθε τόσο έσκυβε, κοίταζε μέσα στα ερείπια και φώναζε ένα όνομα πάλι και πάλι. Γύρω, φωνές και τρεχαλητά και φωτιές και κουβάδες νερό και σκόνη. Και το κορίτσι καθόταν ήσυχο στην πέτρα, κοιτάζοντας μπροστά, ακίνητο. Αίμα έτρεχε στο μάγουλό του. Έτρεχε από το μέτωπο κι έσταζε από το πηγούνι στο λερωμένο φόρεμά.

Την είδε ο Πήτερ και είπε: «Κοίτα αυτό το μικρό κορίτσι».

Την πλησιάσαμε και ο Φιν έβαλε το χέρι του στον ώμο της, σκύβοντας να εξετάσει το τραύμα. «Φαίνεται σαν θραύσμα», είπε, «θα 'πρεπε να τη δει ο γιατρός».

Φτιάξαμε με τον Πήτερ έvα καρεκλάκι με τα χέρια μας και ο Φιν την σήκωσε και την στήριξε σ' αυτό. Επιστρέψαμε στο αεροδρόμιο μέσα από τα δρομάκια, οι δυο μας περπατώντας κάπως άβολα, σκυφτοί, στραμμένοι προς το φορτίο μας. Αισθανόμουνα τα δάχτυλα του Πήτερ να σφίγγουν τα δικά μου και τα μεριά του κοριτσιού να ακουμπούν ελαφρά στους καρπούς μου. Ήμουν στην αριστερή πλευρά και το αίμα έσταζε από το πρόσωπό της στο μπράτσο της φόρμας μου, κυλώντας πάνω στο αδιάβροχο ύφασμα μέχρι το χέρι μου. Το κορίτσι δεν κινήθηκε ούτε είπε τίποτα.

Ο Φιν είπε: «Αιμορραγεί μάλλον πολύ. Καλύτερα να βιαστούμε».

      Δεν μπορούσα να δω το πρόσωπό της εξαιτίας του αίματος, αλλά φαινόταν όμορφη. Είχε ψηλά ζυγωματικά και μεγάλα, στρογγυλά μάτια, γαλανά σαν του φθινοπωρινού ουρανού, και τα μαλλιά της ήταν ξανθά και κοντά. Σκέφτηκα πως θα 'ταν περίπου εννιά χρονών.

Όλα αυτά συνέβαιναν στην Ελλάδα, στις αρχές του Απρίλη του 1941, στην Παραμυθιά. Η μοίρα μας στάθμευε σ' έναν λασπωμένο αγρό, κοντά στο χωριό. Βρισκόμασταν στο βάθος μιας κοιλάδας και γύρω μας υψώνονταν βουνά. Ο παγερός χειμώνας είχε περάσει και χωρίς να το πάρει κανείς είδηση είχε φτάσει η άνοιξη. Σιωπηρά αλλά γρήγορα, λειώνοντας τον πάγο στις λίμνες και το χιόνι στις βουνοκορφές. Και γύρω από το αεροδρόμιο βλέπαμε το φρέσκο χορτάρι να ξεμυτίζει μέσα από τη λάσπη, φτιάχνοντας ένα χαλί για να προσγειωνόμαστε. Στην κοιλάδα μας φύτρωναν αγριολούλουδα και φύσαγε ζεστός αέρας.

Οι Γερμανοί, που είχαν προελάσει μέσα από τη Γιουγκοσλαβία λίγες μέρες πριν, έκαναν επιδρομές με όλες τις δυνάμεις τους και εκείνο το απόγευμα είχαν πετάξει από πάνω μας, πολύ ψηλά, τριάντα πέντε περίπου Ντορνιέ, και είχαν βομβαρδίσει το χωριό. Ο Πήτερ, ο Φιν κι εγώ ήμαστε για λίγο ελεύθεροι υπηρεσίας και είχαμε κατεβεί να δούμε αν μπορούσαμε να βοηθήσουμε στο έργο διάσωσης. Είχαμε περάσει μερικές ώρες σκάβοντας στα ερείπια και βοηθώντας στο σβήσιμο των πυρκαϊών κι επιστρέφαμε, όταν είδαμε το κορίτσι.

Καθώς πλησιάζαμε το χωράφι των προσγειώσεων, βλέπαμε τα Χάρρικαιην να στριφογυρίζουν για να προσγειωθούν κι εκεί μπροστά, στη σκηνή των επιχειρήσεων, στεκόταν ο γιατρός, έτσι όπως έπρεπε να στέκεται, περιμένοντας να δει αν κάποιος είχε χτυπήσει. Προχωρήσαμε προς το μέρος του κουβαλώντας το παιδί κι ο Φιν, που προπορευόταν λίγα μέτρα, είπε: «Γιατρέ, γεροτεμπέλη, σου φέρνουμε δουλειά».

Ο γιατρός ήτην νεαρός, καλοσυνάτος και κατηφής, εκτός όταν μεθούσε. Άμα μέθαγε, τραγουδούσε πολύ ωραία. «Πηγαίνετέ την στον θάλαμο των αρρώ­στων», είπε. Ο Πήτερ κι εγώ τη μεταφέραμε μέσα και την ακουμπήσαμε σε μια καρέκλα. Έπειτα, την αφήσαμε και πήγαμε να δούμε τι είχαν κάνει τα παιδιά.

Σκοτείνιαζε. Ο ήλιος έδυε πίσω από τα βουνά, δυτικά, και μια πανσέληνος, ένα φεγγάρι για βομβαρδισμούς, σκαρφάλωνε στον ουρανό. Έφεγγε πάνω στις σκηνές και τις έκανε να φαίνονται άσπρες. Μικρές άσπρες πυραμίδες, που στέκονταν όρθιες. Σπαρμένες σε μικρές ομάδες γύρω, στις άκρες του αεροδρομίου. Έτσι που ήταν μαζεμένες, έμοιαζαν με φοβισμένα πρόβατα κι είχαν μια ανθρώπινη όψη, καθώς στέκονταν κοντά η μια στην άλλη κι ήταν σαν να ήξεραν ότι θα γινόταν φασαρία, σαν κάποιος να τις είχε προειδοποιήσει ότι θα τις ξεχάσουν και θα τις εγκαταλείψουν. Καθώς τις κοίταζα, μου φάνηκαν σαν να κινούνται. Νόμισα ότι τις είδα να στριμώχνονται τόσο δα πιο κοντά. Κι έπειτα, σιωπηλά κι αθόρυβα, τα βουνά πλησίασαν λίγο κοντύτερα στην κοιλάδα.

Τις επόμενες δυο μέρες είχαμε πολλές πτήσεις. Εγερτήριο την αυγή, πτήσεις, μάχες, ύπνος. Κι η υποχώρηση του στρατού. Αυτά ήταν όλα κι όλα ή για όσα έφτανε ο χρόνος. Την τρίτη μέρα, όμως, τα σύννεφα κατέβηκαν από τα βουνά στην κοιλάδα. Κι έβρεξε. Έτσι καθήσαμε στη σκηνή-τραπεζαρία, πίνοντας μπύρα και ρετσίνα, ενώ η βροχή έκανε έναν θόρυβο σαν ραπτομηχανή στην τέντα. Μετά φαγητό. Για πρώτη φορά, εδώ και μήνες, ήταν παρούσα όλη η μοίρα. Δεκαπέντε πιλότοι σ' ένα μακρόστενο τραπέζι με πάγκους στις δυο πλευρές του και τον Μόνκη, τον διοικητή, να κάθεται στην κορυφή.

Τρώγαμε ακόμα το τηγανητό μας κορνμπήφ, όταν άνοιξε το ένα πέτασμα της σκηνής και μπήκε ο γιατρός μ' ένα τεράστιο αδιάβροχο πάνω από το κεφάλι του να στάζει. Και μαζί του, κάτω από το αδιάβροχο, ήταν το μικρό κορίτσι. Είχε έναν επίδεσμο γύρω στο κεφάλι του. Ο γιατρός είπε: «Γεια σας, έφερα έναν μουσαφίρη». Κοιτάξαμε και ξαφνικά, αυτόματα, σηκωθήκαμε όλοι.

Ο γιατρός έβγαλε το αδιάβροχό του, ενώ το μικρό κορίτσι στεκόταν με τα χέρια να κρέμονται χαλαρά στο πλάι και κοιτάζοντας τους άντρες, κι οι άντρες την κοίταζαν όλοι.

Με τα ανοιχτόχρωμα μαλλιά και το χλωμό της δέρμα έμοιαζε λιγότερο για Ελληνίδα απ’ όσες είχα δει μέχρι τότε. Φοβήθηκε βλέποντας αυτούς τους δεκαπέντε ατημέλητους ξένους να σηκώνονται ξαφνικά, όταν μπήκε μέσα, και για μια στιγμή μισογύρισε, σαν να πήγαινε να φύγει έξω στη βροχή.

Ο Μόνκη είπε: «Γεια. Γεια σου. Έλα κάτσε».

«Μίλα ελληνικά», είπε ο γιατρός, «δεν καταλαβαίνει».

Ο Φιν, ο Πήτερ κι εγώ κοιταχτήκαμε κι ο Φιν είπε: «Θεέ, είναι η μικρή μας. Ωραία δουλειά, γιατρέ».

Η μικρή αναγνώρισε τον Φιν και πήγε προς το μέρος του. Αυτός την πήρε από το χέρι και την κάθησε στον πάγκο κι οι άλλοι κάθησαν επίσης. Της δώσαμε λίγο τηγανητό κορνμπήφ και το έφαγε αργά, κοιτάζοντας το πιάτο της. Ο Μόνκη είπε: «Φέρτε τον Περικλή».

Ο Περικλής ήταν ο Έλληνας διερμηνέας της μοίρας. Ήταν ένας θαυμάσιος άντρας, που είχαμε βρει στα Γιάννενα, όπου ήταν δάσκαλος. Ήταν άνεργος από τότε που είχε αρχίσει ο πόλεμος. «Τα παιδιά δεν έρχονται στο σχολείο», είχε πει. «Είναι πάνω, στα βουνά και μάχονται. Δεν μπορώ να διδάξω αριθμητική στις πέτρες».

Ήρθε ο Περικλής. Ήταν ηλικιωμένος, με γένια, μακριά σουβλερή μύτη και γκρίζα, λυπημένα μάτια. Το στόμα του δε φαινόταν, αλλά από τα γένια του φαινόταν σαν να χαμογελούσε, όταν μίλαγε.

«Ρώτησε την ποιο είναι το όνομα της», είπε ο Μόνκη.

      Της είπε κάτι στα Ελληνικά. Τον κοίταξε και είπε: «Κατίνα». Αυτό είπε όλο κι όλο.

«Περικλή», είπε ο Πήτερ, «ρώτα την τι έκανε εκεί που καθόταν δίπλα στα ερείπια, στο χωριό».

Ο Φιν είπε: «Για όνομα του Θεού, αφήστε την ήσυχη».

«Ρώτα την, Περικλή», είπε ο Πήτερ.

«Τι πρέπει να ρωτήσω;» είπε ο Περικλής, συνοφρυωμένος.

Ο Πήτερ είπε: «Τί έκανε εκεί που καθόταν, σ' εκείνο τον σωρό από πέτρες στο χωριό, όταν τη βρήκαμε».

Ο Περικλής κάθισε στον πάγκο δίπλα της και της μίλησε πάλι. Μίλησε μαλακά και η γενειάδα του φαινόταν να χαμογελά λιγάκι, καθώς της μιλούσε, βοηθώντας την. Τον άκουσε και φάνηκε σαν να πέρασε πολύς χρόνος πριν απαντήσει. Όταν μίλησε, είπε μόνο λίγα λόγια, και ο γέρος μετάφρασε: «Λέει ότι η οικογένεια της ήταν κάτω από τις πέτρες».

Έξω έβρεχε όλο και πιο πολύ. Έπεφτε πάνω στην τέντα της σκηνής τόσο δυνατά που το πανί ριγούσε καθώς το νερό χτυπούσε πάνω του. Σηκώθηκα, πήγα στην πόρτα και σήκωσα το ένα της φύλλο. Τα βουνά ήταν αόρατα πίσω από τη βροχή, αλλά ήξερα ότι ήταν γύρω μας. Αισθανόμουν ότι μας περιγελούσαν, ότι γέλαγαν με τον περιορισμένο αριθμό μας, για το κουράγιο χωρίς νόημα των πιλότων. Ένιωθα πως τα βουνά ήταν έξυπνα, όχι εμείς. Δεν είχαν γυρίσει εκείνο το πρωί τα βουνά να κοιτάξουν βόρεια, προς το Τεπελένι, όπου είχαν δει χίλια γερμανικά αεροπλάνα να μαζεύονται κάτω από τον ίσκιο του Ολύμπου [[2]]; Δεν ήταν αλήθεια ότι το χιόνι στην κορφή της Δωδώνης είχε λειώσει σε μια μόνο μέρα, στέλνοντας μικρά ποταμάκια νερού να κυλήσουν στον αεροδιάδρομο μας; Δεν είχε κρύψει το Καταφίδι [[3]] την κορφή του σ' ένα σύννεφο, έτσι που οι πιλότοι μας να παρασύρονται να πετάξουν μέσα από την ασπρίλα και να τσακισθούν στην απότομη πλαγιά του;

Καθώς στεκόμουν εκεί κοιτάζοντας τη βροχή, μέσα από τη σκηνή, ήμουν σίγουρος ότι τα βουνά είχαν στραφεί εναντίον μας. Το ένιωθα στο στομάχι μου.

Γύρισα πίσω στη σκηνή κι εκεί ο Φιν, καθισμένος δίπλα στην Κατίνα, προσπαθούσε να της μάθει αγγλικές λέξεις. Δεν ξέρω αν έκανε προόδους, αλλά ένα ξέρω, ότι τα κατάφερε μια φορά και την έκανε να γελάσει κι ότι αυτό ήταν υπέροχο εκ μέρους του. Θυμάμαι τον ξαφνικό ήχο του γέλιου της και πως κοιτάξαμε όλοι και είδαμε το πρόσωπό της. Πόσο διαφορετικό ήταν απ' ό,τι ήταν πριν. Μόνο ο Φιν θα μπορούσε να το είχε πετύχει. Ήταν τόσο χαρούμενος ο ίδιος, που ήταν δύσκολο να κρατηθείς σοβαρός, όταν ήταν παρών. Ήταν ψηλός, με μαύρα μαλλιά και καλή διάθεση, και καθόταν στον πάγκο σκύβοντας, ψιθυρίζοντας και χαμογελώντας, μαθαίνοντας στην Κατίνα να μιλάει αγγλικά και μαθαίνοντάς την να γελά.

Την επομένη, οι ουρανοί καθάρισαν και είδαμε πάλι τα βουνά. Κάναμε μια περιπολία πάνω από τον στρατό, που υποχωρούσε ήδη αργά προς τις Θερμοπύλες και συναντήσαμε μερικά Μέσσερσμιτ και JU-87, την ώρα που βομβάρδιζαν τους στρατιώτες. Μου φαίνεται ότι χτυπήσαμε μερικούς, αλλά αυτοί χτύπησαν τον Σάντυ. Τον είδα να πέφτει. Έμεινα ακίνητος για τριάντα δευτερόλεπτα, παρακολουθώντας το αεροπλάνο του να πέφτει μαλακά σε σπείρα. Καθόμουν και περίμενα το αλεξίπτωτο. Θυμάμαι που άνοιξα τον ασύρματο και είπα μαλακά: «Σάντυ, πρέπει να πηδήξεις τώρα. Πρέπει να πηδήξεις. Πλησιάζεις στο έδαφος». Αλλά δεν φάνηκε κανένα αλεξίπτωτο.

Όταν προσγειωθήκαμε και παρκάραμε, η Κατίνα στεκόταν έξω από τη σκηνή με τον γιατρό. Ένα μικρό κοριτσάκι μ' ένα λερωμένο εμπριμέ φόρεμα, που στεκόταν κοιτάζοντας τα αεροπλάνα καθώς επέστρεφαν για να προσγειωθούν. Στον Φιν, καθώς μπήκε μέσα, είπε: «Γύρισες ξανά».

Ο Φιν ρώτησε: «Τι σημαίνει αυτό, Περικλή;»

«Σημαίνει μονάχα ότι επέστρεψες» και χαμογέλασε.

Το παιδί είχε μετρήσει στα δάχτυλά του τα αεροπλάνα, καθώς έφευγαν και τώρα παρατήρησε ότι ένα έλειπε. Στεκόμασταν όλοι, βγάζοντας τα αλεξίπτωτα μας κι η μικρή προσπαθούσε να μας ρωτήσει γι' αυτό, όταν ξαφνικά κάποιος φώναξε: «Προσέχτε. Έρχονται». Εμφανίστηκαν από ένα διάσελο, μια μάζα από λεπτές, μαύρες σιλουέτας, καθώς πλησίαζαν το αεροδρόμιο.

Μέσα στην τρεχάλα για τα χαρακώματα θυμάμαι που είδα τον Φιν να πιάνει την Κατίνα και να την κουβαλάει κι αυτή να χτυπιέται σαν τίγρης σ' όλη τη διαδρομή.

      Μόλις χωθήκαμε στο χαράκωμα κι ο Φιν την άφησε, πετάχτηκε έξω κι έτρεξε στον διάδρομο. Τα Μέσσερσμιτ πετούσαν χαμηλά με τα πολυβόλα να κροταλίζουν, τόσο χαμηλά που φαίνονταν οι μύτες των πιλότων να ξεχωρίζουν από τα γυαλιά τους. Οι σφαίρες τους σήκωναν σύννεφα το χώμα γύρω μας κι είδα ένα από τα Χάρρικαιην να πιάνει φωτιά. Η Κατίνα στεκόταν στη μέση του διαδρόμου, γυρνώντας μας την πλάτη, κοιτάζοντας τους Γερμανούς καθώς εφορμούσαν. Δεν είχα ξαναδεί κάποιον τόσο μικρό και τόσο θυμωμένο σ' όλη μου τη ζωή. Φαινόταν να τους φωνάζει, αλλά ο θόρυβος ήταν πολύ δυνατός και το μόνο που ακουγόταν ήταν οι μηχανές των αεροπλάνων και τα πολυβόλα τους.

Όλα τέλειωσαν πολύ γρήγορα, όσο γρήγορα είχαν αρχίσει, και κανένας δε μίλησε εκτός από τον Φιν, που είπε: «Δε θα το 'χα κάνει αυτό ποτέ, και τρελλός να 'μουν».

Εκείνο το βράδυ ο Μόνκη έβγαλε το αρχείο της μοίρας και πρόσθεσε το όνομα της Κατίνας στον κατάλογο των μελών, και διέταξε τον αποθηκάριο να φροντίσει να της βρει σκηνή δική της. Κι έτσι, στις 11 Απριλίου του 1941 έγινε μέλος της μοίρας μας.

Σε δυο μέρες ήξερε το μικρό όνομα ή παρατσούκλι όλων των πιλότων κι ο Φιν της είχε κιόλας μάθει να ρωτάει «Any luck;» και «Νice work» [[4]].

Εκείνο τον καιρό είχαμε πολλή δουλειά κι όταν προσπαθώ να τα θυμηθώ ώρα με την ώρα, όλη αυτή η περίοδος θολώνει στο μυαλό μου. Θυμάμαι κυρίως να συνοδεύουμε τα Μπλέναμ [[5]] στη Βαλόνα, επιθέσεις σε ιταλικά φορτηγά στα αλβανικά σύνορα ή κάποιο S.O.S. από το σύνταγμα του Northumberland [[6]], που έλεγε ότι ζούσαν στην κόλαση, καθώς τους βομβάρδιζαν τα μισά αεροπλάνα της Ευρώπης.

Δεν θυμάμαι τίποτα απ' όλα αυτά. Μόνο δυο πράγματα θυμάμαι από την περίοδο εκείνη. Το ένα είναι η Κατίνα, που ήταν συνέχεια μαζί μας. Ήταν παντού κι όπου πήγαινε, οι άνθρωποι χαίρονταν να τη βλέπουν. Το άλλο πράγμα που θυμάμαι είναι όταν ένα βράδυ μπήκε στη σκηνή ο Ταύρος, μετά από μια μοναχική περιπολία. Ο Ταύρος ήταν ένας τεράστιος άντρας με φαρδιές πλάτες, λίγο σκυφτός και το στήθος του ήταν φαρδύ σαν καρυδένιο τραπέζι. Πριν από τον πόλεμο είχε κάνει διάφορες δουλειές, που πολλές απ' αυτές κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να κάνει, αν δεν αποφάσιζε από πριν ότι δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ ζωής και θανάτου. Ήταν ήσυχος και φιλικός κι όταν έμπαινε σ' ένα δωμάτιο ή στη σκηνή, φαινόταν πάντα σαν να είχε κάνει λάθος κι ότι δεν εννοούσε πραγματικά να μπει. Σκοτείνιαζε κι είχαμε καθήσει στη σκηνή και παίζαμε shove-halfpenny [[7]], όταν μπήκε μέσα ο Ταύρος. Ξέραμε ότι μόλις είχε προσγειωθεί.

Μας κοίταξε όλους γύρω ελαφρά απολογητικά και είπε: «Γεια σας» και πήγε προς το μπαρ να πάρει μια μπύρα.

      Κάποιος είπε: «Είδες τίποτα, Ταύρε;»

Ο Ταύρος απάντησε: «Ναι» και συνέχισε ν' ασχολείται με το μπουκάλι της μπύρας.

Υποθέτω πως όλοι μας είμαστε πολύ απασχολημένοι με το παιχνίδι μας, γιατί κανείς δεν είπε τίποτα γι' άλλα πέντε λεπτά. Μετά ρώτησε ο Πήτερ: «Τι είδες, Ταύρε;»

Ο Ταύρος άφησε κάτω το μπουκάλι, μας κοίταξε και είπε: «Πέντε S‑79» [[8]].

Θυμάμαι να τον ακούω να το λέει, αλλά θυμάμαι ακόμα πως το παιχνίδι μας ήταν συναρπαστικό κι ότι ο Φιν μπορούσε να νικήσει με μια κίνηση. Τον είδαμε  που αστόχησε και του είπε ο Πήτερ: «Φιν, νομίζω πως θα χάσεις». Κι ο Φιν είπε: «Άει στο διάολο».

Τελειώσαμε το παιχνίδι, μετά κοίταξα και είδα τον Ταύρο σκυμμένο στο μπαρ να φυσάει μέσα στο μπουκάλι. Είπε: «Αυτό μοιάζει με το παλιό Μauretania [[9]] καθώς μπαίνει στο λιμάνι της Νέας Υόρκης» και άρχισε να φυσάει ξανά στη μποτίλια.

«Τι έγινε με τα S-79;» ρώτησα.

Σταμάτησε να φυσάει κι άφησε το μπουκάλι.

«Τα κατέρριψα».

Όλοι τον άκουσαν. Εκείνη τη στιγμή έντεκα πιλότοι στη σκηνή σταμάτησαν ό,τι έκαναν και έντεκα κεφάλια γύρισαν και κοίταξαν τον Ταύρο. Ήπιε άλλη μια γουλιά μπύρας και είπε ήσυχα: «Σε μια στιγμή μέτρησα δεκαοχτώ αλεξίπτωτα να πέφτουν».

Μερικές μέρες αργότερα έφυγε για περιπολία και δεν ξαναγύρισε.

Λίγο αργότερα ο Μόνκη πήρε ένα μήνυμα από την Αθήνα. Έλεγε ότι η μοίρα έπρεπε να μετακινηθεί στην Ελευσίνα κι από εκεί να υπερασπισθεί την Αθήνα και να καλύψει τον στρατό, που υποχωρούσε από τις Θερμοπύλες.

Η Κατίνα θα πήγαινε με τα φορτηγά κι είπαμε στον γιατρό να φροντίσει να φτάσει ασφαλώς. Θα χρειάζονταν μια μέρα για το ταξίδι. Εμείς, δεκατέσσερεις τον αριθμό, πετάξαμε νότια, πάνω από τα βουνά και στις δυόμιση προσγειωθήκαμε στην Ελευσίνα. Ήταν ένα ωραίο αεροδρόμιο, με διαδρόμους και υπόστεγα. Και, κυρίως, η Αθήνα απείχε μόλις εικοσιπέντε λεπτά με αυτοκίνητο.

Εκείνο το βράδυ, καθώς σκοτείνιαζε, στεκόμουν έξω από τη σκηνή μου. Με τα χέρια στις τσέπες κοίταζα τον ήλιο να δύει και σκεφτόμουν τη δουλειά που είχαμε να κάνουμε. Όσο τη σκεφτόμουν, τόσο πιο αδύνατη μου φαινόταν η πραγματοποίησή της. Κοίταξα ψηλά και είδα πάλι τα βουνά. Ήταν πιο κοντά μας, πλησίαζαν απ’ όλες τις πλευρές, κορυφή με κορυφή, ψηλά και γυμνά, με τις κορφές τους στα σύννεφα, περιτριγυρίζοντάς μας απ' όλες τις πλευρές εκτός από νότια, εκεί όπου βρισκόταν ο Πειραιάς κι η ανοιχτή θάλασσα. Ήξερα πως κάθε νύχτα, όταν ήταν σκοτάδι, όταν είμαστε όλοι κουρασμένοι και κοιμόμαστε στις σκηνές μας, αυτά τα βουνά πλησίαζαν αθόρυβα, έτσι που κάποια προκαθορισμένη μέρα θα έπεφταν πάνω μας και θα μας έσπρωχναν στη θάλασσα.

Ο Φιν βγήκε από τη σκηνή του.

«Είδες τα βουνά;» τον ρώτησα.

«Είναι γεμάτα από θεούς. Δεν έχουν τίποτα το καλό», απάντησε.

«Μακάρι να στέκονταν ακίνητα», είπα.

Ο Φιν κοίταξε τις χαράδρες στην Πάρνηθα και το Πεντελικό.

      «Είναι γεμάτα από θεούς», είπε. «Μερικές φορές, τη νύχτα, όταν έχει φεγγάρι, μπορείς να τους δεις να κάθονται στις κορφές. Ήταν ένας στο Καταφίδι, όταν ήμαστε στην Παραμυθιά. Ήταν τεράστιος, σαν σπίτι αλλά κατάμαυρος και χωρίς σχήμα».

      «Τον είδες;»

«Βέβαια και τον είδα».

      «Πότε;» ρώτησα. «Πότε τον είδες, Φιν;»

Ο Φιν απάντησε «Πάμε στην Αθήνα. Πάμε να δούμε τα κορίτσια στην Αθήνα».

Την επομένη έφτασαν στο αεροδρόμιο τα φορτηγό, κουβαλώντας τα υλικά εδάφους, κι η Κατίνα καθόταν στη μπροστινή θέση στο πρώτο φορτηγό με τον γιατρό στο πλάι της. Μας κούνησε το χέρι καθώς πήδηξε κάτω και έτρεξε προς το μέρος μας, γελώντας και φωνάζοντας τα ονόματα μας με μια περίεργη ελληνική προφορά. Φορούσε ακόμα το λερωμένο φόρεμα της και είχε στο κεφάλι της έναν επίδεσμο. Ο ήλιος όμως έφεγγε στα μαλλιά της.

Της δείξαμε τη σκηνή, που της είχαμε ετοιμάσει, και το μικρό βαμβακερό νυχτικό που είχε προμηθευτεί με μυστηριώδη τρόπο ο Φιν το προηγούμενο βράδυ στην Αθήνα. Ήταν άσπρο με πολλά γαλάζια πουλάκια κεντημένα μπροστά κι όλοι το θεωρούσαμε πολύ ωραίο. Η Κατίνα θέλησε να το φορέσει αμέσως και χρειάστηκε κάμποση ώρα για να πεισθεί πως ήταν μόνο για τον ύπνο. Έξι φορές χρειάστηκε ο Φιν να παίξει μια μπερδεμένη παράσταση, όπου έκανε ότι έβαζε το νυχτικό και μετά πηδούσε στο κρεβάτι και κοιμόταν. Στο τέλος έκανε νόημα με το κεφάλι και κατάλαβε.

Τις επόμενες δυο μέρες δεν συνέβη τίποτα, εκτός από το ότι έφτασαν τα απομεινάρια μιας άλλης μοίρας από τα βόρεια και ενώθηκαν μαζί μας. Έφεραν έξι Χαρρικαίην κι έτσι είχαμε συνολικά περίπου είκοσι αεροπλάνα.

Μετά περιμέναμε.

Την τρίτη μέρα εμφανίστηκαν γερμανικά αναγνωριστικά αεροπλάνα, που έκαναν γύρους πάνω από τον Πειραιά, και τα κυνηγήσαμε αλλά δεν προλάβαμε να απογειωθούμε εγκαίρως, για να τα προλάβουμε. Κι ήταν λογικό, γιατί είχαμε ένα πολύ ειδικό ραντάρ. Είναι ξεπερασμένο τώρα κι αμφιβάλλω αν θα ξαναχρησιμοποιηθει ποτέ. Σ' όλη τη χώρα, στα χωριά, τα βουνά και τα νησιά, υπήρχαν Έλληνες που ήταν συνδεδεμένοι με τον μικρό μας θάλαμο επιχειρήσεων με απλά τηλέφωνα.

      Δεν είχαμε αξιωματικό επιχειρήσεων κι έτσι κάναμε όλοι βάρδιες. Ήταν η σειρά μου την τέταρτη μέρα και θυμάμαι καθαρά τι συνέβη.

Στις έξι και μισή το πρωί το τηλέφωνο κουδούνισε.

      «Εδώ Α-7», είπε μια βαρειά ελληνική φωνή. «Εδώ Α-7. Ακούγονται θόρυβοι ψηλά».

Κοίταξα στον χάρτη. Υπήρχε ένα μικρό κυκλάκι ακριβώς δίπλα στα Γιάννενα, όπου έγραφε «Α-7». Έβαλα έναν σταυρό στο πλαστικό, που κάλυπτε τον χάρτη και σημείωσα «Θόρυβοι» δίπλα, όπως επίσης και την ώρα «0631».

Τρία λεπτά αργότερα το τηλέφωνο ξαναχτύπησε.

«Εδώ Α-4. Εδώ Α-4. Ακούγονται πολλοί θόρυβοι από πάνω μου», είπε μια γεροντική τρεμουλιαστή φωνή, «αλλά δεν μπορώ να δω, γιατί έχει σύννεφα».

      Κοίταξα τον χάρτη. Ο Α-4 ήταν στο βουνό Καραβάς. Έβαλα άλλον ένα σταυρό στο πλαστικό και σημείωσα «Πολλοί θόρυβοι – 0634» και τράβηξα μια γραμμή από τα Γιάννενα στον Καραβά. Είχε την κατεύθυνση της Αθήνας κι έτσι ειδοποίησα τα πληρώματα σ' επιφυλακή ν' απογειωθούν, κι αυτοί έφυγαν και έκαναν γύρους πάνω από την πόλη. Αργότεροι, είδαν ένα αναγνωριστικό JU-88 ψηλά από πάνω τους, αλλά δεν κατάφεραν να το πιάσουν. Έτσι δούλευε το ραντάρ.

Εκείνο το βράδυ, όταν τέλειωσα τη βάρδια μου σκεφτόμουν τον ηλικιωμένο Έλληνα, που καθόταν μόνος του σ’ ένα καλύβι στο Α-4. Να κάθεται στις πλαγιές του Καραβά κοιτάζοντας τα χιόνια και περιμένοντας μέρα και νύχτα ν' ακούσει θορύβους στον ουρανό. Φανταζόμουν τη βιασύνη, με την οποία έπιασε το τηλέφωνο όταν άκουσε κάτι, και τη χαρά που πρέπει να ένιωσε όταν η φωνή στην άλλη άκρη επανέλαβε το μήνυμα του και τον ευχαρίστησε. Σκέφτηκα τα ρούχα του κι αναρωτήθηκα αν ήταν αρκετά ζεστά και για κάποιον λόγο σκέφτηκα τις μπότες του, που θα ήταν μάλλον φθαρμένες, με φαγωμένες σόλες και παραγεμισμένες με χαρτιά και φλούδες από δέντρα.

Ήταν 17 Απριλίου. Εκείνο το βράδυ, ο Μόνκη είπε: «Λένε ότι οι Γερμανοί είναι στη Λαμία, που σημαίνει πως είμαστε σε ακτίνα δράσης των μαχητικών τους. Αύριο θ' αρχίσει το γλέντι».

Κι άρχισε. Την αυγή εμφανίστηκαν τα βομβαρδιστικά, με τα μαχητικά να κάνουν κύκλους από πάνω τους παρακολουθώντας τα βομβαρδιστικά, περιμένοντας να χτυπήσουν, αλλά χωρίς να κάνουν τίποτα εκτός κι αν κάποιος παρεμπόδιζε τα βομβαρδιστικά.

      Νομίζω πως προλάβαμε να απογειώσουμε οκτώ Χαρρικαίην πριν έρθουν. Δεν ήταν η σειρά μου να πετάξω, κι έτσι παρακολούθησα τη μάχη από το έδαφος με την Κατίνα πλάι μου. Το παιδί δεν είπε λέξη. Μερικές φορές κούνησε το κεφάλι της, καθώς παρακολουθούσε τις μικρές ασημένιες κουκίδες να χορεύουν ψηλά στον ουρανό. Είδα ένα αεροπλάνο να πέφτει αφήνοντας μια ουρά καπνό και κοίταξα την Κατίνα. Το μίσος στο πρόσωπο της ήταν σαν το φλέγον μίσος μιας γριάς, που το έχει στην καρδιά της. Ήταν μίσος γριάς γυναίκας κι ήταν παράξενο.

Σ' εκείνη τη μάχη χάσαμε έναν λοχία, που λεγόταν Ντόναλντ.

Το μεσημέρι, ο Μόνκη έλαβε ένα άλλο μήνυμα από την Αθήνα. Έλεγε ότι το ηθικό στην πρωτεύουσα ήταν πεσμένο και γι' αυτό όλα τα διαθέσιμα Χαρρικαίην θα 'πρεπε να πετάξουν σε σχηματισμό χαμηλά πάνω από την πόλη, ώστε να φανεί στους κατοίκους πόσο δυνατοί είμαστε και πόσα αεροπλάνα είχαμε. Απογειωθήκαμε δεκαοχτώ από μας. Πετάξαμε σε πυκνό σχηματισμό πάνω από τους κύριους δρόμους, σύρριζα στις στέγες των σπιτιών. Έβλεπα τους ανθρώπους να κοιτάζουν ψηλά, κρύβοντας τα μάτια τους από τον ήλιο, να μας κοιτάζουν καθώς πετούσαμε από πάνω και σε κάποιο δρόμο είδα μια γριά που ούτε σήκωσε το κεφάλι της. Κανένας τους δεν κούνησε το χέρι του και ήξερα πως είχαν αφεθεί στην τύχη τους. Κανένας τους δεν κούνησε το χέρι του και ήξερα, παρ' όλο που δεν μπορούσα να δω τα πρόσωπα τους, πως δεν είχαν καν χαρεί που πετούσαμε από πάνω.

Μετά κατευθυνθήκαμε προς τις Θερμοπύλες, πετώντας πάνω από την Ακρόπολη δυο φορές. Ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπα από τόσο κοντά.

Είδα έναν μικρό λόφο - φαινόταν μόλις σαν ένας χωμάτινος σωρός - και στην κορυφή είδα τις άσπρες κολώνες. Ήταν πολλές, συγκεντρωμένες και με τέλεια τάξη, χωρίς να είναι πολύ κοντά η μια στην άλλη, λευκές στο φως του ήλιου και αναρωτήθηκα, καθώς τις κοιτούσα, πώς είχε μπορέσει κάποιος να βάλει τόσα πολλά πράγματα στην κορυφή ενός τόσο μικρού λόφου με τόσο κομψό τρόπο.

Μετά πετάξαμε πάνω από το μεγαλειώδες Στενό των Θερμοπυλών και είδα μακριές σειρές οχημάτων να κινούνται αργά νότια, προς τη θάλασσα. Είδα μερικά άσπρα συννεφάκια εκεί όπου έπεφτε κάποια οβίδα στην κοιλάδα και είδα και μια οβίδα να πέφτει καταμεσίς στον δρόμο, προκαλώντας μια διακοπή στη σειρά των φορτηγών. Αλλά δεν είδαμε εχθρικά αεροπλάνα.

Όταν προσγειωθήκαμε, ο Μόνκη είπε: «Ανεφοδιαστείτε γρήγορα σε καύσιμα και σηκωθείτε γρήγορα. Νομίζω ότι περιμένουν να μας πιάσουν στο έδαφος».

Αλλά ήταν ανώφελο. Εμφανίστηκαν από τον ουρανό πέντε λεπτά μετά την προσγείωσή μας. Θυμάμαι πως ήμουν στο δωμάτιο των πιλότων, στο Υπόστεγο Β’, και μιλούσα στον Φιν και σ' έναν ψηλό άντρα με σγουρά μαλλιά, που τον έλεγαν Πάντυ. Ακούσαμε τα βλήμματα στην τσίγκινη σκεπή του υποστέγου, μετά ακούσαμε εκρήξεις και κρυφτήκαμε κι οι τρεις κάτω από το ξύλινο τραπέζι, στη μέση του δωματίου. Το τραπέζι ανατράπηκε. Ο Πάντυ το ξανάβαλε στη θέση του και σύρθηκε από κάτω. «Μου φαίνεται κάπως όταν είμαι κάτω από ένα τραπέζι», είπε, «δεν αισθάνομαι ασφαλής εκτός κι αν είμαι κάτω από ένα τραπέζι».

Ο Φιν είπε: «Ποτέ δεν αισθάνομαι ασφαλής». Καθόταν στο πάτωμα, κοιτάζοντας τα βλήμματα ν' ανοίγουν τρύπες στον τσίγκινο τοίχο του δωματίου. Γινόταν μεγάλος θόρυβος, καθώς χτυπούσαν οι σφαίρες πάνω στον τσίγκο.

      Μετά αναθαρρήσαμε αρκετά και σηκωθήκαμε και κοιτάξαμε έξω από την πόρτα. Υπήρχαν πολλά Μέσσερσμιτ που έκαναν κύκλους πάνω από το αεροδρόμιο κι ένα-ένα ευθυγραμμιζόταν και πέρναγε πάνω από τα υπόστεγα, ραντίζοντας τον τόπο με σφαίρες. Αλλά έκαναν και κάτι άλλο. Άνοιγαν το καπάκι του θαλαμίσκου τους και καθώς περνούσαν, πετούσαν μικρές βόμβες που έσκαζαν καθώς έπεφταν στο έδαφος, σπέρνοντας προς όλες τις κατευθύνσεις μεγάλες ποσότητες από μολύβδινες μπίλιες. Αυτές ήταν οι εκρήξεις που ακούγαμε κι οι μπίλιες έκαναν πολύ θόρυβο, καθώς χτυπούσαν το υπόστεγο.

Μετά είδα τους άντρες, το προσωπικό εδάφους, να στέκονται στα χαρακώματα και να πυροβολούν τα Μέσσερσμιτ με ντουφέκια, ξαναοπλίζοντας και πυροβολώντας όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, βρίζοντας και φωνάζοντας καθώς πυροβολούσαν, σημαδεύοντας μόνο με ντουφέκια, όπως-όπως, απελπισμένα, τα αεροπλάνα. Στην Ελευσίνα δεν υπήρχε άλλη άμυνα.

Ξαφνικά τα Μέσσερσμιτ γύρισαν όλα και κατευθύνθηκαν προς τη βάση τους, όλα εκτός από ένα, που κατέβηκε μαλακά και σύρθηκε με την κοιλιά στο αεροδρόμιο.

Μετά, το χάος. Οι Έλληνες γύρω μας έβγαλαν μια κραυγή, πήδηξαν στο πυροσβεστικό όχημα κι έτρεξαν προς το γερμανικό αεροσκάφος. Την ίδια στιγμή κι άλλοι Έλληνες εμφανίστηκαν απ' όλες τις γωνίες του αεροδρομίου φωνάζοντας, ουρλιάζοντας κι απαιτώντας το αίμα του πιλότου. Ήταν ένας όχλος που αναζητούσε εκδίκηση και κανείς δεν μπορούσε να τους κατηγορήσει. Αλλά υπήρχαν κι άλλες σκέψεις, θέλαμε να ανακρίνουμε τον πιλότο, και τον θέλαμε ζωντανό.

Ο Μόνκη, που στεκόταν στον διάδρομο, μας φώναξε κι ο Φιν, ο Πάντυ κι εγώ τρέξαμε μαζί του στο φορτηγάκι που στεκόταν πενήντα μέτρα μακριά. Ο Μόνκη μπήκε μέσα αστραπιαία, έβαλε μπρος τη μηχανή και ξεκίνησε καθώς οι τρεις μας πηδούσαμε μέσα. Το πυροσβεστικό με τους Έλληνες δεν ήταν γρήγορο κι ήθελε ακόμα διακόσια μέτρα, κι οι άλλοι ήταν ακόμα μακριά. Ο Μόνκη οδήγησε γρήγορα και τους προλάβαμε για πενήντα μέτρα.

Πηδήξαμε έξω και τρέξαμε στο Μέσσερομιτ κι εκεί, καθισμένο στον θαλαμίσκο, ήταν ένα ξανθό αγόρι με ροδαλά μάγουλα και γαλάζια μάτια. Δεν έχω ξαναδεί κανέναν που το πρόσωπό του να δείχνει τόσο φόβο.

Είπε στον Μόνκη στ' αγγλικά: «Έχω χτυπήσει στο πόδι».

Τον βγάλαμε έξω από τον θαλαμίσκο και τον βάλαμε στο αυτοκίνητο, ενώ οι Έλληνες στέκονταν γύρω μας και κοιτούσαν. Το βλήμα είχε θρυμματίσει το καλάμι του.

Επιστρέψαμε και καθώς τον παραδίδαμε στον γιατρό, είδα την Κατίνα που στεκόταν κοντά, κοιτάζοντας το πρόσωπο του Γερμανού. Αυτό το εννιάχρονο παιδί στεκόταν και κοίταζε τον Γερμανό και δεν μπορούσε να μιλήσει. Ούτε να κινηθεί μπορούσε. Έσφιγγε τη φούστα με τα χέρια της και τον κοίταζε κατάματα. Φαινόταν σαν να έλεγε: «Κάπου έχει γίνει κάποιο λάθος. Κάποιο λάθος έγινε. Αυτός εδώ έχει ροδαλά μάγουλα και ξανθά μαλλιά και γαλανά μάτια. Δεν μπορεί να 'ναι ένας απ' αυτούς. Αυτός είναι ένα απλό αγόρι». Τον παρακολούθησε καθώς τον έβαζαν σ' ένα φορείο και τον μετέφεραν, μετά έστριψε και έφυγε τρέχοντας προς τη σκηνή της.

Το βράδυ, στο δείπνο, έφαγα τις τηγανητές σαρδέλες μου, αλλά δεν μπορούσα να φάω ψωμί ή τυρί. Εδώ και τρεις μέρες με απασχολούσε το στομάχι μου, μια αίσθηση κενού όπως όταν κάποιος πρόκειται να υποστεί κάποια εγχείρηση ή όταν περιμένει να του βγάλει ένα δόντι ο οδοντογιατρός. Ήμουν έτσι τρεις μέρες, από τη στιγμή που ξυπνούσα μέχρι που κοιμόμουν. Ο Πήτερ καθόταν απέναντί μου και τον ρώτησα γι' αυτό.

«Το 'χω εδώ και μια βδομάδα», απάντησε, «κάνει καλό στα έντερα».

«Τα γερμανικοί αεροπλάνα είναι σαν καθαρτικά», είπε ο Φιν από την άκρη του τραπεζιού. «Είναι ό,τι πρέπει για τον οργανισμό, έτσι δεν είναι, γιατρέ;»

Ο γιατρός είπε: «Ίσως το παράκανες».

«Όντως», είπε ο Φιν, «το παράκανα με αυτά τα γερμανικά χάπια. Δεν διάβασα τις οδηγίες στο φιαλίδιο. Πάρτε δυο πριν αποσυρθείτε».

Ο Πήτερ είπε: «θα ήθελα ν' αποσυρθώ».

Μετά το φαγητό, οι τρεις μας περπατήσαμε μέχρι τα υπόστεγα με τον Μόνκη, που μας είπε: «Με απασχολεί αυτή η επίθεση. Δε χτύπησαν τα υπόστεγα, γιατί ξέρουν πως δεν βάζουμε ποτέ τίποτα σ' αυτά. Αυτή τη νύχτα λέω να πάρουμε τέσσερα αεροπλάνα και να τα βάλουμε στο Υπόστεγο Β’». Αυτή ήταν μια έξυπνη ιδέα. Κανονικά τα Χαρρικαίην ήταν διασκορπισμένα στις άκρες του αεροδρομίου, αλλά τα χτυπούσαν ένα-ένα, γιατί ήταν αδύνατο να πετούν συνέχεια. Οι τέσσερεις από μας πήραμε ο καθένας από ένα αεροσκάφος και το οδηγήσαμε στο Υπόστεγο Β’ και μετά σύραμε τις κυλιόμενες πόρτες, τις κλείσαμε και τις κλειδώσαμε.

Το επόμενο πρωί, πριν ακόμα ανατείλει ο ήλιος από πίσω από τα βουνά, ένα σμήνος από JU-87 κατέφθασε και εξαφάνισε το Υπόστεγο Β’ από προσώπου γης. Ο βομβαρδισμός τους ήταν τόσο ακριβής που δεν χτύπησαν τα πλαϊνά υπόστεγα.

Εκείνο το απόγευμα χτύπησαν τον Πήτερ. Πέταξε προς τη Χαλκίδα, που την βομβάρδιζαν τα JU-88, και κανείς δεν τον ξαναείδε. Ο γελαστός και χαρούμενος Πήτερ, που η μάνα του ζούσε σ' ένα αγρόκτημα στο Κεντ [[10]] και που του έστελνε γράμματα σε μακρείς γαλάζιους φακέλλους, που τους κουβαλούσε στις τσέπες του.

Είχα πάντα μοιραστεί τη σκηνή μου με τον Πήτερ, από τότε που είχα έρθει στη μοίρα κι εκείνο το βράδυ, όταν ξάπλωσα, επέστρεψε στη σκηνή. Δεν χρειάζεται να με πιστέψετε. Ούτε και το φαντάζομαι, απλώς σας λέω τι συνέβη.

Πάντα ξάπλωνα πρώτος, γιατί σ' αυτές τις σκηνές δεν έφτανε ο χώρος για να στριφογυρίζουν δυο άνθρωποι. Ο Πήτερ ερχόταν συνήθως δυο-τρία λεπτά αργότερα. Εκείνο το βράδυ ξάπλωσα και σκεφτόμουν ότι αυτή τη νύχτα δε θα ερχόταν. Αναρωτιόμουν αν το σώμα του θα βρισκόταν μπερδεμένο στα συντρίμια του αεροπλάνου του, στις πλαγιές κάποιου ερημικού βουνού, ή στον βυθό της θάλασσας κι ευχόμουν να του είχαν κάνει μια αξιοπρεπή κηδεία.

Ξαφνικά άκουσα κάποιον θόρυβο. Σηκώθηκε το πέτασμα της σκηνής και ξανάκλεισε. Δεν ακούστηκαν βήματα. Μετά τον άκουσα που κάθισε στο κρεβάτι του. Ήταν ένας ήχος, που τον είχα ακούσει κάθε νύχτα εδώ κι εβδομάδες και ήταν πάντα ο ίδιος. Μόνο ένας γδούπος κι ένα τρίξιμο των ξύλινων ποδιών του ράντζου. Έβγαλε τη μια μετά την άλλη τις μπότες του και τις πέταξε στο πάτωμα, κι όπως πάντα χρειάστηκε τρεις φορές περισσότερο χρόνο για τη μια απ' όσο για την άλλη. Μετά ακούστηκε αμυδρά που τραβούσε την κουβέρτα και μετά το τρίξιμο του κρεβατιού, καθώς δεχόταν το βάρος ενός ανθρώπινου σώματος.

Αυτούς τους ήχους τους είχα ακούσει κάθε νύχτα, τους ίδιους ήχους με την ίδια σειρά κι ανασηκώθηκα και είπα: «Πήτερ». Ήταν σκοτάδι στη σκηνή. Η φωνή μου ακούστηκε πολύ δυνατά.

«Γεια, Πήτερ. Είχες κακή τύχη σήμερα», αλλά δεν πήρα απάντηση.

Δεν ένιωθα ανήσυχος ή φοβισμένος, αλλά θυμάμαι ν' αγγίζω τη μύτη μου με το δάχτυλο μου, για να σιγουρευτώ πως ήμουν εκεί. Μετά, καθώς ήμουν κουρασμένος, αποκοιμήθηκα.

Το πρωί, κοίταξα το κρεβάτι και είδα πως κάποιος είχε κοιμηθεί σ' αυτό. Αλλά δεν το έδειξα σε κανέναν, ούτε στον Φιν. Συγύρισα μόνος μου τις κουβέρτες και τακτοποίησα το μαξιλάρι.

Εκείνο το πρωί, τον Απρίλη του 1941, ήταν η Μάχη της Αθήνας. θα πρέπει να ήταν η τελευταία από τις μεγάλες αερομαχίες-σκυλοκαβγάδες, που έγιναν ποτέ, γιατί σήμερα τ' αεροπλάνα πετούν πάντα σε μεγάλους σχηματισμός και η επίθεση γίνεται πάντα μεθοδικά κι επιστημονικά, όταν διατάξει ο αρχηγός. Τώρα πια κανείς δεν μάχεται σαν σε σκυλοκαβγά στον αέρα, εκτός από εξαιρετικες περιπτώσεις. Ενώ η Μάχη της Αθήνας ήταν μια μακριά και υπέροχη αερομαχία, στην οποία δεκαπέντε Χαρρικαίην πολέμησαν για μισή ώρα με εκατόν πενήντα με διακόσια γερμανικά μαχητικά και βομβαρδιστικά αεροπλάνα. Τα βομβαρδιστικά κατέφθασαν νωρίς το απόγευμα. Ήταν μια υπέροχη ανοιξιάτικη μέρα και για πρώτη φορά ο ήλιος είχε κάποιο ίχνος καλοκαιρινής ζέστης. Ο ουρανός ήταν καταγάλανος, εκτός από κάποια σύννεφα εδώ κι εκεί και τα βουνά φαίνονταν ξεκάθαρα και σκοτεινά με φόντο τον ουρανό.

      Το Πεντελικό δεν έκρυβε πια την κορφή του στα σύννεφα. Στεκόταν από πάνω μας, βλοσυρό και απαγορευτικό, παρακολουθώντας την κάθε κίνησή μας και ξέροντας πως, ό,τι και να κάναμε, ήταν ανώφελο. Οι άνθρωποι ήταν ανόητοι, κι ήταν τόσο ανόητοι ώστε να πεθάνουν, ενώ τα βουνά και τα ποτάμια ζούσαν για πάντα και δεν αντιλαμβάνονταν το πέρασμα του χρόνου.

Δεν είχε κοιτάξει το Πεντελικό, πολλά χρόνια πριν, κάτω προς τις Θερμοπύλες [[11]], όπου είχε δει μια χούφτα Σπαρτιάτες να υπερασπίζονται το πέρασμα ενάντια στους κατακτητές; Δεν τους είχε δει να πολεμούν μέχρι που δεν έμεινε κανείς ζωντανός ανάμεσά τους; Δεν είχε δει τους Πέρσες να γίνονται κομμάτια από τον Λεωνίδα στον Μαραθώνα [[12]] και δεν είχε κοιτάξει τη Σαλαμίνα και τη θάλασσα, όπου ο Θεμιστοκλής και οι Αθηναίοι είχαν απωθήσει τους εχθρούς από τις ακτές τους, προκαλώντας την απώλεια πάνω από διακοσίων πλοίων; Όλα αυτά κι άλλα πολλά είχε δει και τώρα μας κοίταζε, δεν ήμαστε τίποτα στα μάτια του.

Το βουνό φαινόταν σαν να μας επικρίνει και για μια στιγμή είχα αισθανθεί σαν να άκουγα το γέλιο των θεών. Ήξεραν τόσο καλά ότι δεν είμαστε αρκετοί κι ότι αναγκαστικά στο τέλος θα χάναμε.

Τα βομβαρδιστικά έφτασαν λίγο μετά το μεσημεριανό φαγητό κι αμέσως είδαμε ότι ήταν πολλά. Κοιτάξαμε ψηλά κι ο ουρανός ήταν γεμάτος από μικρές ασημένιες κουκίδες κι ο ήλιος χόρευε και λαμπύριζε σε πάνω από διακόσια ζευγάρια φτερών.

Τα Χαρρικαίην ήταν δεκαπέντε όλα κι όλα και πολέμησαν σαν καταιγίδα στον ουρανό. Δεν είναι εύκολο να θυμηθώ πολλά για μια τέτοια μάχη, αλλά θυμάμαι ότι κοίταξα ψηλά και είδα στον ουρανό μια μάζα μαύρες κουκίδες. Θυμάμαι ότι σκέφτηκα πως αυτά δεν μπορούσε να είναι αεροπλάνα. Απλώς δεν μπορούσε να είναι αεροπλάνα, γιατί δεν υπήρχαν τόσο πολλά αεροπλάνα στον κόσμο.

Μετά έφτασαν από πάνω μας και θυμάμαι ότι ρύθμισα τα φτερά, ώστε να μπορώ να στρίβω σε μικρότερες στροφές.

Θυμάμαι ακόμα ένα-δυο συμβάντα, που τα φωτογράφισε η μνήμη μου. Τις πύρινες ριπές από τα μυδράλια ενός Μέσσερσμιτ, καθώς επιτέθηκε από εμπρός αριστερά. Ο Γερμανός, με το αλεξίπτωτό του να 'χει πιάσει φωτιά. Ένας άλλος Γερμανός, που πέταξε δίπλα μου και μου έκανε χυδαίες χειρονομίες με τα δάχτυλά του. Το Χαρρικαίην που συγκρούστηκε μ' ένα Μεσσερσμιτ. Το αεροπλάνο που χτύπησε έναν άνθρωπο, καθώς έπεφτε με το αλεξίπτωτο, και που άνθρωπος και μηχανή έπεσαν σε τρομακτική σπείρα προς το έδαφος, με το αλεξίπτωτο να σέρνεται από το δεξιό φτερό. Τα δυο βομβαρδιστικά που συγκρούστηκαν, καθώς προσπαθούσαν να αποφύγουν ένα καταδιωκτικό, και θυμάμαι ότι είδα καθαρά έναν άνθρωπο να πετιέται έξω από τον καπνό και τα κομμάτια από τη σύγκρουση, αιωρούμενος στον αέρα με τα χεριά και τα πόδια τεντωμένα. Σας λέω ότι δεν υπάρχει κάτι που να μη συνέβη σ' αυτή τη μάχη. Μια στιγμή είδα ένα Χαρρικαίην να κάνει κύκλους μόνο του γύρω από την κορυφή της Πάρνηθας με εννιά Μεσσερσμιτ να το καταδιώκουν και θυμάμαι ότι ξαφνικά φάνηκε σαν να καθάρισαν οι ουρανοί. Δεν υπήρχαν πουθενά αεροπλάνα. Η μάχη είχε τελειώσει.

Γύρισα και κατευθύνθηκα προς την Ελευσίνα και πετώντας κοίταξα κάτω και είδα την Αθήνα και τον Πειραιά και την παραλία, που στρογγύλευε στον κόλπο και πήγαινε νότια προς τη Μεσόγειο. Είδα το λιμάνι του Πειραιά, όπου είχαν πέσει οι βόμβες, και την φωτιά και τον καπνό να σηκώνονται από τις αποβάθρες.

Είδα τη στενή παραλιακή πεδινή λουρίδα και σ' αυτή μικρές φωτιές και στήλες μαύρου καπνού να υψώνονται και να διασπείρονται ανατολικά. Ήταν οι φωτιές από τα αεροπλάνα που είχαν χτυπηθεί, κι ευχόμουν κανένα από αυτά να μην είναι Χαρρικαίην.

Εκείνη τη στιγμή έπεσα πάνω σ' ένα Junkers 88. Το τελευταίο βομβαρ­δι­στικό που γύριζε από την επιδρομή. Είχε κάποιο πρόβλημα κι έβγαινε μαύρος καπνός από τη μια από τις μηχανές του. Παρ' όλο που το χτύπησα, δεν νομίζω ότι είχε σημασία, ούτως ή άλλως θα έπεφτε. Ήμασταν πάνω από τη θάλασσα κι έβλεπα πως δεν θα τα κατάφερνε να φτάσει στη γη. Δεν έφτασε. Έπεσε μαλακά με την κοιλιά στον κόλπο του Πειραιά, δυο μίλια από την ακτή. Τον ακολούθησα κι έκανα κύκλους, περιμένοντας μέχρι να βεβαιωθώ ότι το πλήρωμα είχε βγει ασφαλώς στη σωστική λέμβο.

Αργά-αργά το σκάφος άρχισε να βυθίζεται, πρώτα βουτώντας τη μύτη του στο νερό και σηκώνοντας την ουρά του στον αέρα. Αλλά δεν φαινόταν πουθενά το πλήρωμα. Ξαφνικά, χωρίς προειδοποίηση, άρχισε να πυροβολεί το πισινό μυδράλιο. Πυροβόλησαν με το πισινό τους όπλο και οι σφαίρες άνοιξαν μικρές οδοντωτές τρύπες στο αριστερό μου φτερό. Έστριψα μακριά και θυμάμαι ότι τους έβρισα. Άνοιξα το καπάκι του θαλαμίσκου και φώναξα: «Βρωμιάρηδες. Μπάσταρδοι. Ελπίζω να πνιγείτε». Λίγο αργότερα το βομβαρδιστικό βυθίστηκε.

Όταν επέστρεψα, όλοι στέκονταν έξω από τα υπόστεγα και μετρούσαν τις απώλειες, κι η Κατίνα καθόταν σ' ένα κασόνι, με δάκρυα να τρέχουν στα μάγουλά της. Αλλά δεν έκλαιγε, κι ο Φιν, έχοντας γονατίσει δίπλα της, της μιλούσε μαλακά και σιγανά στα Αγγλικά, ξεχνώντας ότι δεν μπορούσε να καταλάβει.

Χάσαμε το ένα τρίτο από τα Χαρρικαίην μας σ' εκείνη τη μάχη, αλλά οι Γερμανοί έχασαν περισσότερα.

Ο γιατρός περιποιόταν κάποιον, που είχε καεί και με κοίταξε και είπε: «Θα 'πρεπε να έβλεπες τους Έλληνες στο αεροδρόμιο, πώς ζητωκραύγαζαν καθώς έπεφταν τα βομβαρδιστικά από τον ουρανό».

Καθώς μιλούσαμε, ένα φορτηγό έφτασε κι ένας Έλληνας βγήκε και είπε πως ήταν μέσα κάτι ανθρώπινα μέλη. «Αυτό ήταν το ρολόι», είπε, «που ήταν στο μπράτσο». Ήταν ένα ασημένιο ρολόι με φωτεινό καντράν και στο πίσω μέρος του είχε κάποια αρχικά. Δεν κοιτάξαμε μέσα στο φορτηγό.

Μας είχαν απομείνει, νομίζω, εννιά Χαρρικαίην.

Εκείνο το βράδυ, ένας ανώτατος αξιωματικός της RAF ήρθε από την Αθήνα και είπε: «Αύριο τα ξημερώματα θα πετάξετε όλοι στα Μέγαρα. Είναι περίπου δέκα μίλια πιο κάτω, παραλιακά. Υπάρχει κάποιο χωράφι, όπου μπορείτε να προσγειωθείτε. Ο στρατός δουλεύει σ' αυτό όλη τη νύχτα. Έχουν δυο μεγάλους οδοστρωτήρες και το ισοπεδώνουν. Μόλις προσγειωθείτε, να κρύψετε τ' αεροπλάνα σας στον ελαιώνα, που είναι στο νότιο μέρος του χωραφιού. Το προσωπικό εδάφους θα πάει νοτιότερα, στο Άργος και μπορείτε να πάτε κι εσείς αργότερα, αλλά θα μπορέσετε να εξορμήσετε από τα Μέγαρα για μια-δυο μέρες».

Ο Φιν είπε: «Πού είναι η Κατίνα; Γιατρέ, πρέπει να βρεις την Κατίνα και να φροντίσεις να φτάσει στο Άργος ασφαλώς».

Ο γιατρός είπε: «Θα το φροντίσω» και ξέραμε ότι μπορούσαμε να τον εμπιστευθούμε.

Την αυγή, την επομένη, όταν ήταν ακόμα σκοτάδι, απογειωθήκαμε και πετάξαμε στο μικρό χωράφι στα Μέγαρα, δέκα μίλια μακριά. Προσγειωθήκαμε και κρύψαμε τα Χαρρικαίην μας στον ελαιώνα και κόψαμε κλαδιά από τα δέντρα και μ' αυτά σκεπάσαμε τ' αεροπλάνα. Μετά καθήσαμε στην πλαγιά ενός λόφου και περιμέναμε εντολές.

Καθώς ο ήλιος ανέτελλε πάνω από τα βουνά, κοιτάξαμε απέναντι απ' το χωράφι και είδαμε μια ομάδα Έλληνες χωρικούς να έρχονται από τα Μέγαρα προς το χωράφι μας. Εκατοντάδες άνθρωποι, γυναίκες και παιδιά κυρίως, κι έρχονταν βιαστικά. Ο Φιν είπε: «Τι στο διάολο», και μείναμε εκεί στον λόφο μας και παρακολουθούσαμε, απορώντας για το τι θα έκαναν.

Σκορπίστηκαν στις άκρες του χωραφιού και μάζεψαν αρμαθιές φτέρη και κλαδιά. Τα μετέφεραν στο χωράφι και, σχηματίζοντας μακριές γραμμές, άρχισαν να σκορπούν τα κλαδιά και τα χορτάρια πάνω στο χορτάρι. Έκρυβαν τον διάδρομο προσγείωσης. Οι οδοστρωτήρες, καθώς είχαν στρώσει το χώμα και το είχαν ισιώσει για την προσγείωση, είχαν αφήσει σημάδια που φαίνονταν εύκολα από ψηλά, κι έτσι οι Έλληνες βγήκαν από το χωριό τους, όλοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά, κι άρχισαν να διορθώνουν τα πράγματα. Μέχρι σήμερα δεν ξέρω ποιος τους είπε να το κάνουν. Απλώθηκαν σε μια μακριά γραμμή κατά πλάτος στο χωράφι, περπατώντας προς τα μπρος αργά και σκορπίζοντας τη φτέρη, κι ο Φιν κι εγώ κατεβήκαμε και τους βοηθήσαμε.

Ήταν γριές και γέροντες κυρίως, μικροκαμωμένοι και λυπημένοι, με σκούρα πρόσωπα με βαθιές ρυτίδες κι εργάζονταν αργά, σκορπώντας το χόρτο. Καθώς περνούσαμε δίπλα τους, σταματούσαν, χαμογελούσαν, κι έλεγαν κάτι στα ελληνικά, που δεν καταλαβαίναμε. Ένα από τα παιδιά έδωσε στον Φιν ένα μικρό ροζ λουλούδι και δεν ήξερε τί να το κάνει, κι απομακρύνθηκε κρατώντας το στο χέρι του.

Επιστρέψαμε στην πλαγιά του λόφου και περιμέναμε. Σε λίγο χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο ανώτατος αξιωματικός. Είπε πως έπρεπε κάποιος να πάει πίσω στην Ελευσίνα αμέσως να παραλάβει κάποια σημαντικά μηνύματα και χρήματα. Είπε επίσης ότι όλοι μας θα έπρεπε ν' αφήσουμε το χωράφι στα Μέγαρα και να πάμε το βράδυ στο Άργος. Οι άλλοι είπαν ότι θα περίμεναν μέχρι να γυρίσω πίσω με τα χρήματα, ώστε να πετάξουμε μαζί μέχρι το Άργος.

Την ίδια στιγμή, κάποιος είπε στους δύο άντρες του στρατού, που έστρωναν ακόμα το χωράφι μας, να καταστρέψουν τους οδοστρωτήρες τους, ώστε να μην τους πάρουν οι Γερμανοί. Θυμάμαι, καθώς έμπαινα στο Χαρρικαίην μου, που είδα τους δύο τεράστιους οδοστρωτήρες να ρίχνονται ο ένας κατά του άλλου στην άλλη άκρη του χωραφιού και θυμάμαι που είδα τους δυο οδηγούς να πηδούν λίγο πριν τη σύγκρουση, Ακούστηκε μια μεγάλη σύγκρουση κι είδα όλους τους Έλληνες, που σκόρπιζαν χόρτο, να σταματούν τη δουλειά τους και να κοιτάζουν, για μια στιγμή έμειναν ακίνητοι σαν βράχοι, κοιτάζοντας τους οδοστρωτήρες. Μετά κάποιος άρχισε να τρέχει. Ήταν μια γρια κι άρχισε να τρέχει προς το χωριό όσο πιο γρήγορα μπορούσε, φωνάζοντας κάτι καθώς έφευγε, κι αμέσως όλοι οτο χωράφι, άντρες, γυναίκες και παιδιά, σαν να φοβήθηκαν κι άρχισαν να τρέχουν μαζί της.

Θέλησα να βγω και να τρέξω δίπλα τους και να τους εξηγήσω. Να τους πω ότι λυπόμουν, αλλά ότι δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτ' άλλο. Ήθελα να τους πω ότι δεν θα τους ξεχνούσαμε κι ότι μια μέρα θα επιστρέφαμε. Αλλά ήταν ανώφελο. Απορημένοι και τρομαγμένοι, έτρεχαν πίσω στα σπίτια τους, και δεν σταμάτησαν να τρέχουν παρά μόνο όταν χάθηκαν από τη θέα μας, ακόμα κι οι γέροι.

Απογειώθηκα και πέταξα στην Ελευσίνα. Προσγειώθηκα σ' ένα νεκρό αεροδρόμιο. Δεν φαινόταν ψυχή. Παρκάρησα το Χαρρικαίην και καθώς περπατούσα προς τα υπόστεγα ξαναήρθαν τα βομβαρδιστικά. Κρύφτηκα σ' ένα χαντάκι μέχρι να τελειώσουν τη δουλειά τους, μετά σηκώθηκα και πήγα μέχρι τον μικρό θάλαμο επιχειρήσεων. Το τηλέφωνο ήταν ακόμα στο τραπέζι και, για κάποιο λόγο, το σήκωσα και είπα: «Γεια».

Μια φωνή, μάλλον γερμανική, απάντησε στην άλλη άκρη.

Είπα: «Μπορείς να με ακούσεις;» και η φωνή είπε: «Ναι, σε ακούω».

«Εντάξει», είπα, «άκουσε προσεκτικά».

«Ναι, συνέχισε παρακαλώ».

      «Έδώ η RAF. Μια μέρα θα ξαναγυρίσουμε, το καταλαβαίνεις. Μια μέρα θα ξαναγυρίσουμε».

Μετά ξερίζωσα το τηλέφωνο από το κουτί του και το πέταξα μέσα από το κλειστό γυάλινο παράθυρο. Όταν βγήκα έξω, στεκόταν ένας κοντός άντρας με πολιτικά ρούχα κοντά στην πόρτα. Στο ένα χέρι κρατούσε ένα περίστροφο και στο άλλο έναν μικρό σάκκο.

«Θέλεις κάτι;» είπε σε πολύ καλά αγγλικά.

«Ναι, θέλω κάποια σημαντικά μηνύματα και χαρτιά που πρέπει να μεταφέρω στο Άργος», απάντησα.

«Ορίστε, εδώ είναι», είπε, δίνοντάς μου τον σάκκο. «Και καλή τύχη».

Πέταξα πίσω στα Μέγαρα. Δυο αντιτορπιλλικά κείτονταν στ' ανοικτά, φλεγόμενα και βυθιζόμενα. Έκανα κύκλους πάνω από το χωράφι μας κι οι άλλοι απογειώθηκαν και πετάξαμε όλοι μαζί μέχρι το Άργος.

Ο διάδρομος προσγείωσης στο Άργος ήταν ένα μικρό χωράφι [[13]]. Γύρω-γύρω είχε πυκνές σειρές ελιές, μέσα στις οποίες κρύψαμε τα αεροπλάνα μας.

Δεν ξέρω πόσο μακρύ ήταν το χωράφι, αλλά δεν ήταν εύκολο να προσγειωθούμε σ' αυτό. Έπρεπε να κατεβαίνεις πολύ χαμηλά και, μόλις ακουμπούσες στο χώμα, έπρεπε ν' αρχίσεις αμέσως να φρενάρεις, τραβώντας το φρένο κι αφήνοντας το μόλις έκανε να τουμπάρει. Αλλά μόνο ένας ξεπέρασε τον διάδρομο και τσακίστηκε.

Το προσωπικό εδάφους είχε ήδη φτάσει και καθώς βγήκαμε από τα αεροπλάνα έφτασε τρέχοντας η Κατίνα μ' ένα καλάθι μαύρες ελιές και μας τις πρόσφερε δείχνοντας μας τα στομάχια μας, εννοώντας ότι έπρεπε να φάμε.

Ο Φιν έσκυψε και της χάιδεψε τα μαλλιά. Είπε: «Κατίνα, μια μέρα πρέπει να πάμε στην πόλη να σου πάρουμε ένα καινούργιο φόρεμα». Του χαμογέλασε αλλά δεν κατάλαβε κι όλοι μας αρχίσαμε να τρώμε μαύρες ελιές.

Μετά κοίταξα γύρω και είδα ότι το δάσος ήταν γεμάτο αεροπλάνα. Σε κάθε γωνιά υπήρχε ένα αεροπλάνο κρυμμένο στα δέντρα κι όταν ρωτήσαμε, μάθαμε ότι οι Έλληνες είχαν φέρει όλη τους την αεροπορία στό Άργος και την είχαν κρύψει στο μικρό δάσος. Ήταν περίεργα, παλιά μοντέλα, κανένα από αυτά λιγότερο από πέντε χρόνια παλιό, και δεν ξέρω πόσες δεκάδες ήταν εκεί.

Εκείνο το βράδυ κοιμηθήκαμε κάτω από τα δέντρα. Τυλίξαμε την Κατίνα σε μια μεγάλη στολή πτήσης και της δώσαμε ένα κράνος πτήσης για μαξιλάρι κι όταν αποκοιμήθηκε, καθήσαμε γύρω τρώγοντας μαύρες ελιές και πίνοντας ρετσίνα από μια τεράστια νταμιτζάνα. Αλλά ήμασταν πολύ κουρασμένοι και γρήγορα αποκοιμηθήκαμε.

Όλη την επόμενη μέρα είδαμε φορτηγά με στρατό να κινούνται νότια προς τη θάλασσα κι όσο πιο συχνά μπορούσαμε απογειωνόμασταν και πετάγαμε από πάνω τους.

Οι Γερμανοί συνέχισαν να επιτίθενται και να βομβαρδίζουν τον δρόμο εκεί κοντά, αλλά δεν είχαν δει ακόμα το αεροδρόμιο μας.

      Αργότερα, την ίδια μέρα, μας είπαν ότι έπρεπε όλα τα διαθέσιμα Χαρρικαίην να πετάξουν στις έξι το απόγευμα για να προστατεύσουμε μια σημαντική νηοπομπή και τα εννιά αεροπλάνα, όσα μας είχαν απομείνει, ανεφοδιάστηκαν σε καύσιμα και περίμεναν. Τρία λεπτά πριν τις έξι αρχίσαμε να βγαίνουμε από τις ελιές στον διάδρομο.

      Τα δυο πρώτα αεροπλάνα πέταξαν, αλλά μόλις σηκώθηκαν από το έδαφος κάτι μαύρο έπεσε από τον ουρανό, πέταξε πάνω τους και τα χτύπησε και τα δυο, ρίχνοντάς τα στο έδαφος φλεγόμενα. Κοίταξα γύρω και είδα τουλάχιστον πενήντα Μέσσερσμιτ να κάνουν κύκλους γύρω από τον διάδρομό μας και καθώς κοίταζα, μερικά από αυτά έστριψαν και επιτέθηκαν εναντίον των υπόλοιπων επτά Χαρρικαίην, που περίμεναν να σηκωθούν.

Δεν υπήρχε καιρός για τίποτα. Το καθένα από τα αεροπλάνα μας χτυπήθηκε σ' εκείνη την πρώτη επίθεση, αλλά ευτυχώς μόνον ένας από τους πιλότους χτυπήθηκε. Ήταν τώρα αδύνατο να πετάξουμε κι έτσι πηδήξαμε κάτω από τα αεροπλάνα μας, βγάλαμε τον τραυματία από τον θαλαμίσκο του και τρέξαμε μαζί του στα χαρακώματα, στα καταπληκτικά μεγάλα, βαθιά χαρακώματα σε ζιγκ-ζαγκ που είχαν σκάψει οι Έλληνες.

Τα Μέσσερσμιτ έρχονταν με την ησυχία τους. Δεν υπήρχε αντίσταση ούτε από το έδαφος ούτε από τον αέρα, εκτός από τον Φιν που πυροβολούσε με το περίστροφο του.

Δεν είναι ευχάριστο να σε πυροβολούν στο έδαφος, ειδικά όταν έχουν μυδράλια στα φτερά τους. Κι αν δεν έχει κάποιος ένα βαθύ χαράκωμα να κρυφτεί, δεν υπάρχει ελπίδα. Για κάποιο λόγο, ίσως γιατί νόμιζαν πως ήταν χαριτωμένο αστείο, οι Γερμανοί πιλότοι επιτέθηκαν πρώτα στα χαρακώματα, πριν ασχοληθούν με τ’ αεροπλάνα.

Τα πρώτα δέκα λεπτά τα περάσαμε τρέχοντας από γωνία σε γωνία στα χαρακώματα, ώστε να μη βρεθούμε σε χαράκωμα παράλληλο προς την πτήση των επιτιθέμενων αεροπλάνων. Ήταν δέκα τρομερά, αγχώδη λεπτά, όπου ο καθένας φώναζε: «Έρχεται κι άλλο» και όλοι έτρεχαν να κρυφτούν στο άλλο τμήμα του χαρακώματος.

Μετά οι Γερμανοί επιτέθηκαν στα Χαρρικαίην και ταυτόχρονα και σ' όλα τα παλιά ελληνικά αεροπλάνα, που ήταν σταθμευμένα στον ελαιώνα κι ένα-ένα, μεθοδικά, τα έκαψαν. Ο θόρυβος ήταν τρομακτικός και παντού - στα δέντρα, στα βράχια και στο χορτάρι - έβρεχε σφαίρες.

Θυμάμαι που έβγαλα προσεκτικά το κεφάλι μου από το χαράκωμα και είδα ένα μικρό άσπρο λουλούδι να φυτρώνει μερικούς μόλις πόντους μακριά από τη μύτη μου. Ήταν κατάλευκο και είχε τρία πέταλα. Θυμάμαι που κοίταξα πέρα από αυτό και είδα τρεις Γερμανούς να εφορμούν κατά του δικού μου Χαρρικαίην, που ήταν στην άλλη άκρη του χωραφιού και θυμάμαι που τους έβριζα, χωρίς να ξέρω τι τους έλεγα.

Ξαφνικά είδα την Κατίνα. Έτρεχε από την άκρη του αεροδρομίου, έτρεχε μέσα στη μέση αυτής της μάζας των αεροπλάνων που καίγονταν και των όπλων που πυροβολούσαν, τρέχοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Μια φορά παραπάτησε αλλά ξανασηκώθηκε και συνέχισε να τρέχει. Μετά σταμάτησε και στάθηκε κοιτάζοντας ψηλά, σηκώνοντας τις γροθιές της στά αεροπλάνα καθώς πετούσαν από πάνω της.

Καθώς στεκόταν εκεί, θυμάμαι που είδα ένα Μέσσερσμιτ να στρίβει και να κατευθύνεται χαμηλά κατ' ευθείαν πάνω της και θυμάμαι που σκέφτηκα πως ήταν τόσο μικρή, που δεν μπορούσε να χτυπηθεί. Θυμάμαι που είδα τις φλόγες από τα πολυβόλα του, καθώς πλησίαζε, και θυμάμαι το παιδί, για ένα δευτερόλεπτο, να στέκεται ακίνητο, αντίκρυ στο αεροπλάνο. Θυμάμαι πως ο άνεμος φύσαγε στα μαλλιά της.

Μετά έπεσε.

Την επόμενη στιγμή δεν θα τη ξεχάσω ποτέ. Απ' όλες τις πλευρές βγήκαν άντρες από το έδαφος, σαν από μαγεία. Βγήκαν από τα χαρακώματα και σαν τρελλοί έτρεχαν στο αεροδρόμιο, έτρεχαν προς εκείνο τον μικροσκοπικό σωρό που κειτόταν ακίνητος στη μέση του χωραφιού. Έτρεχαν γρήγορα, σκυφτοί, και θυμάμαι που πήδηξα κι εγώ έξω απ' το χαράκωμα κι έτρεξα κι εγώ, θυμάμαι που δεν σκεφτόμουν τίποτα και κοίταζα τις μπότες του άλλου μπροστά μου, παρατηρώντας πως είχε στραβά πόδια κι ότι το παντελόνι του παραήταν μακρύ.

Θυμάμαι που είδα τον Φιν να φτάνει πρώτος, κι από κοντά έναν λοχία που τον έλεγαν Wishful και θυμάμαι που οι δυο τους σήκωσσν την Κατίνα κι άρχισαν να τρέχουν κουβαλώντας την πίσω στα χαρακώματα. Είδα το πόδι της, μια μάζα κόκκαλα και αίμα και είδα το στήθος της, όπου το αίμα ανάβλυζε από το άσπρο λουλουδάτο φόρεμα της. Είδα, για ένα λεπτό, το πρόσωπο της, που ήταν άσπρο σαν τα χιόνια του Ολύμπου.

Έτρεξα δίπλα στον Φιν και καθώς έτρεχε έλεγε: «Τα κτήνη, τα κτήνη». Κι όταν φτάσαμε στο χαράκωμά μας, θυμάμαι που κοίταξα γύρω και δεν είχε πια θόρυβο ή φωνές. Οι Γερμανοί είχαν φύγει.

Ο Φιν είπε: «Πού είναι ο γιατρός;» και ξαφνικά, ήταν δίπλα μας, κοιτάζοντας την Κατίνα - κοιτάζοντας το πρόσωπό της.

Ο γιατρός έπιασε μαλακά τον καρπό της και χωρίς να κοιτάξει πάνω είπε: «Δεν είναι ζωντανή».

Την ακούμπησαν μαλακά κάτω από ένα μικρό δέντρο, κι όταν γύρισα είδα παντού αναρίθμητα αεροπλάνα να καίγονται. Είδα το δικό μου Χαρρικαίην να καίγεται εκεί κοντά και στάθηκα κοιτώντας χωρίς καμμιά ελπίδα τις φλόγες, καθώς χόρευαν γύρω από τη μηχανή κι έγλειφαν τα φτερά.

Στάθηκα κοιτάζοντας τις φλόγες και, καθώς τις κοιτούσα, το χρώμα της φωτιάς έγινε πιο κόκκινο κι είδα πέρα απ' αυτή, όχι τη μάζα των σιδερικών, που κάπνιζαν, αλλά τις φλόγες από μια φωτιά πιο ζεστή και πιο έντονη, που έκαιγε τώρα και σιγόκαιγε στις καρδιές του λαού της Ελλάδας.

Κοίταζα ακόμα και, καθώς κοίταζα, είδα στη μέση της φωτιάς, εκεί απ' όπου ξεπηδούσαν οι φλόγες, μια λαμπρή, άσπρη ζέστη, που έλαμπε αλλά χωρίς χρώμα.

Καθώς κοίταζα, η ασπρίλα διαχύθηκε κι έγινε μαλακή και κιτρινωπή, σαν τον ήλιο και μέσα από αυτή, πέρα από αυτή, είδα ένα μικρό παιδί να στέκεται στη μέση του χωραφιού και τον ήλιο να λάμπει στα μαλλιά της.

Για μια στιγμή, στάθηκε κοιτάζοντας ψηλά στον ουρανό, που ήταν γαλανός και πεντακάθαρος και χωρίς σύννεφα. Μετά γύρισε και κοίταξε προς το μέρος μου και καθώς έστριβε είδα πως το μπροστινό μέρος του λευκού λουλουδάτου φορέματός της ήταν βαμμένο βαθύ κόκκινο - το χρώμα του αίματος.

Μετά χάθηκαν η φωτιά κι οι φλόγες και είδα μπροστά μου μόνο τα σίδερα από ένα καμμένο αεροπλάνο. Πρέπει να στεκόμουν εκεί για πολλή ώρα.

 

 

Σημειώσεις



[1] Δημοσιεύτηκε στα Ναυπλιακά Ανάλεκτα (τεύχος ΙΙ, 1995, σσ. 227-248). Ευχαριστίες εκφράζονται στον κ. Στρατή Σκλεπάρη για την παροχή διευκρινίσεων σχετικά με ορισμένους αγγλικούς όρους.

[2] Προφανώς γεωγραφική ανακρίβεια του συγγραφέα (σ.τ.Μ.).

[3] Η ψηλότερη κορυφή (2393 μ.) στα Τζουμέρκα, στη νότιο Πίνδο (σ.τ.Μ.).

[4] «Τυχεροί σήμερα;» και «Ωραία δουλειά» (σ.τ.Μ.).

[5] Βlenheim. Βρετανικά δικινητήρια βομβαρδιστικά αεροπλάνα (σ.τ.Μ.).

[6] Νorthumebrland Regiment. Αγγλικό σύνταγμα, με το όνομα του να υποδηλώνει την καταγωγή των μελών του από την ομώνυμη επαρχία της βόρειας Βρετανίας (σ.τ.Μ.).

[7] Επιτραπέζιο παιχνίδι (σ.τ.Μ.).

[8] Τύπος γερμανικών αεροπλάνων (σ.τ.Μ.).

[9] Παλιό υπερωκεάνειο (σ.τ.Μ.).

[10] Περιοχή της νότιας Αγγλίας (σ.τ.Μ.).

[11] Μάλλον γεωγραφική ανακρίβεια του συγγραφέα, δεδομένου ότι το Καλλίδρομο είναι πάνω από τις Θερμοπύλες και απέχει αρκετά από το Πεντελικό (σ.τ.Μ.).

[12] Ιστορική ανακρίβεια του συγγραφέα (σ.τ.Μ.).

[13] Πρόκειται για το μικρό αεροδρόμιο, που βρίσκεται βόρεια από το χωριό Κουτσοπόδι, προς το χωριό Φίχτια (σ.τ.Μ.).